- ιδιότροπος
- η , ο [ος , ον ]1) своенравный, своевольный; взбалмошный, капризный; 2) своеобразный, необычный, странный, причудливый;
§ είναι ιδιότροπος στο φαί — быть разборчивым в еде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ είναι ιδιότροπος στο φαί — быть разборчивым в еде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰδιότροπος — peculiar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… … Dictionary of Greek
ιδιότροπος — η, ο επίρρ. α 1. ιδιόρρυθμος: Ιδιότροπο σχήμα. 2. παράξενος: Ιδιότροπος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιοτροπώτερον — ἰδιότροπος peculiar masc acc comp sg ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc comp sg ἰδιότροπος peculiar adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοτρόπως — ἰδιότροπος peculiar adverbial ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιότροπον — ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc sg ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοτρόπου — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοτρόπους — ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοτρόπων — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοτρόπῳ — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιότροπα — ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)